- ασήμαντος
- 1) insignifiant2) mineur
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ἀσήμαντος — without leader masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ασήμαντος — η, ο (AM ἀσήμαντος, ον) νεοελλ. ο ανάξιος λόγου, ο μηδαμινός αρχ. 1. αυτός που δεν έχει αρχηγό, ο αφύλακτος 2. αυτός που δεν έχει διακριτικό σημάδι 3. ο σκοτεινός, ο ακατάληπτος 4. ο χωρίς σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σημαίνω < σήμα… … Dictionary of Greek
ασήμαντος — η, ο αυτός που δεν είναι σημαντικός, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: Ήταν ασήμαντος, αλλά παράσταινε το σπουδαίο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀσημάντως — ἀσήμαντος without leader adverbial ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσήμαντον — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc sg ἀσήμαντος without leader neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοιο — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοις — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισι — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντοισιν — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντου — ἀσήμαντος without leader masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσημάντους — ἀσήμαντος without leader masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)